- ναύαρχος
- ο (ΑΜ ναύαρχος, Μ και ναυάρχος)ο διοικητής τού στόλουνεοελλ.1. βαθμός ανώτατου μάχιμου αξιωματικού τού Πολεμικού Ναυτικού που φέρει μόνον ο αρχηγός τού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης εφ' όσον προέρχεται από το Πολεμικό Ναυτικό2. ο αντιναύαρχος και ο υποναύαρχοςαρχ.1. διοικητής πλοίου2. διοικητής μοίρας τού στόλου3. (στην Αθήνα) ένας από τους δέκα στρατηγούς, υπό τις διαταγές τού οποίου τελούσαν οι τριήραρχοι και οι πεντηκόνταρχοι4. (στη Σπάρτη, στις Συρακούσες κ.α.) ο πρώτος από τους πολεμικούς άρχοντες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -αρχος* (< ἄρχω), πρβλ. πλοί-αρχος].
Dictionary of Greek. 2013.